- πιστοφόρος
- -ον, Ααυτός που φέρει, δηλ. ενέχει πίστη («πιστοφόροις βήμασι σκιρτῶντες», Κύριλλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιστοφορούμαι — έομαι, Μ [πιστοφόρος] πληροφορούμαι κάτι με ακρίβεια … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՏԱԶԳԵՍՏ — ( ) NBH 2 0076 Chronological Sequence: Unknown date ա. πιστόφορος fidem praeseferens, fidelis. Որ կրէ յինքեան զհաւատ կամ զհաւատարմութիւն. *Հաւատազգեստ գնացիւք առեալ զխաչն. Կիւրղ. ի կոյսն.: (ա՛յլ ձ. հանդարտազգեաց:) … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)